Tο ραδιόφωνο μας με την καλύτερη μουσική από τον Ελληνικό και διεθνή χώρο προσφέρει ένα μοναδικό πρόγραμμα ποιοτικής μουσικής, επιλεγμένο με μεράκι και αγάπη για τους καλούς φίλους του ραδιοφώνου και της μουσικής γενικότερα! Το πρόγραμμα μεταδίδεται μέσα από την ιστοσελίδα μας, δίνοντας την δυνατότητα σε όλους, από κάθε γωνιά του πλανήτη να έχουν πρόσβαση σ'αυτό. Eίναι ένας μη κερδοσκοπικός σταθμός μουσικής αναζήτησης που εκπέμπει ζωντανά, με βασικά κριτήρια την ποιότητα, τον ποιητικό στίχο και την προσεγμένη ροή με στόχο την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός μαγικού ατμοσφαιρικού ακουστικού περιβάλλοντος που θα αγκαλιάζει και θα ταξιδεύει τον ακροατή .

Gary Moore

Ο Moore γεννήθηκε στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας, στις 4 Απριλίου 1952. Ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα πολύ μικρός – αγόρασε την πρώτη του, χιλιοταλαιπωρημένη ακουστική κιθάρα στην ηλικία των οκτώ και μια λίγο καλύτερη στα δέκα τέσσερα. Εμαθε να παίζει με το δεξί, αντιγράφοντας άλλους κιθαρίστας, ενώ ήταν, στην πραγματικότητα, αριστερόχειρας! Όπως και τόσοι άλλοι, μυήθηκε στο rock’n’roll αρχικά ακούγοντας τον Elvis Presley και μετά τους Beatles.

Βλέποντας από κοντά τον Jimmy Hendrix και τους Bluesbreakers του John Mayall να παίζουν στη μικρή του πόλη, στα μέσα του ’60, γνώρισε τον πλούσιο κόσμο της blues. Η τέχνη της κιθάρας, μέσα στα πλαίσια της blues, όπως την άκουσε από τον μαγικό Peter Green, έδωσε τροφή στο εκκολαπτόμενο ταλέντο του Moore και, σύντομα, τον ανέδειξε σ’ ένα παιδί – θαύμα της μουσικής.

Ο Peter Green, μάλιστα, ο κιθαρίστας των Fleetwood Mac, βοήθησε σημαντικά στο χτίσιμο της καριέρας του Moore – το χρέος αποδόθηκε και με το παραπάνω, όταν ο Gary κυκλοφόρησε, το 1995, το άλμπουμ «Blues for Greeny», αποτελούμενο αποκλειστικά από συνθέσεις του Green, έναν από καρδιάς φόρο τιμής στον μέντορά του. Στην ηχογράφηση ο Moore χρησιμοποίησε τη διάσημη κιθάρα Les Paul του Green, την οποία και αγόρασε αργότερα ώστε, όπως είπε ο Green, «ν’ αποκτήσει ένα καλύτερο σπίτι…».

Το πρώτο αξιομνημόνευτο συγκρότημα του Moore, οι Skid Row, εξασφάλισαν ένα συμβόλαιο με τη δισκογραφική του CBS το 1970. Ο Gary είχε, ήδη, εγκατασταθεί στο Δουβλίνο και είχε γίνει φίλος με τον Philip Lynott, που αποτελούσε και τη φωνή των Skid Row μέχρι πριν την υπογραφή του συμβολαίου. Ο Gary ηχογράφησε τρία άλμπουμ με το συγκρότημα κι έκανε περιοδεία στην Αμερική, ανοίγοντας για τους Allman Brothers και τους Mountain, μεταξύ άλλων, προτού αποχωρήσει από τους Skid Row για να κάνει σόλο καριέρα. Αυτό δεν κράτησε πολύ, μια και ο Gary γρήγορα ξανασυνδέθηκε με τον Philip Lynott, ως αντικαταστάτης του Eric Bell στους Thin Lizzy. Αν κι έμεινε στο συγκρότημα για σχετικά μικρό διάστημα, επέστρεψε και πάλι στο line-up τους μετά την αποχώρηση του Brian Robertson το 1977 και ξανά, για τελευταία φορά, το 1978, για την περιοδεία «Black Rose».

Η σόλο καριέρα του Gary ξεκίνησε ουσιαστικά το 1979, με το υποβλητικό κι εξαιρετικά επιτυχημένο single «Parisienne Walkways», που συνδύαζε τη μελωδική blues κιθάρα του Gary με τη μελαγχολική φωνή του Philip Lynott. Το single μπήκε στο βρετανικό Top 10 τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς και το άλμπουμ που ακολούθησε, με τίτλο «Back on the Streets» έγινε επίσης δεκτό με ενθουσιασμό.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80 ο Moore έμοιαζε να ψάχνει ανήσυχα για το ιδανικό μουσικό ύφος που θα πλαισίωνε το ταλέντο του. Μια επανασύνδεση με τον Philip Lynott το 1985, είχε ως καρπό το δυνατό single «Out in the Fields». Επειτα ο Gary εξερεύνησε τις κέλτικες ρίζες του με το άλμπουμ «Wild Frontier» (1987), αλλά στην πραγματικότητα έφτασε στο απόγειο της δημιουργικότητάς του το 1990, με το άλμπουμ «Still Got the Blues», το οποίο γνώρισε τεράστια κριτική κι εμπορική επιτυχία. Τόσο σε αυτό, όσο και στο επόμενο άλμπουμ του, «After Hours», συμμετείχαν θρύλοι της blues –και όχι μόνο- μουσικής, όπως οι Albert King, B.B. King, Albert Collins και George Harrison, κι είναι απόδειξη του τεράστιου ταλέντου του Gary ότι στάθηκε επάξια δίπλα σ’ αυτές τις ιστορικές φιγούρες.

Εκείνη την περίοδο, άλλωστε, ο Moore συνεργάστηκε με τους Traveling Wilburys, παίζοντας το χαρακτηριστικό κιθαριστικό σόλο στο τραγούδι «She’s My Baby», στο άλμπουμ «Traveling Wilburys Vol. 3». Ο Moore θυμάται πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία: «Ενα βράδυ πήγα στο σπίτι του George Harrison όπου συνάντησα τον Bob Dylan. Θυμάμαι πως είχε απαλά χέρια καθώς και μια διατροφολόγο να ταξιδεύει μαζί του, ήταν πολύ ντροπαλός και με το ζόρι είπε δύο κουβέντες. Λίγες μέρες αργότερα ο George μου είπε, ‘θέλει να ξέρει ο Bob αν θα είσαι με το συγκρότημά του στην επόμενη περιοδεία του’. Δεν το πίστευα, είχα ακούσει όλες αυτές τις ιστορίες για τον Bob, ότι στις συναυλίες δεν έπαιζε αυτά που είχαν κάνει πρόβα και αυτοσχεδίαζε στη σκηνή. Χάρηκα που μου το ζήτησε γιατί ήμουν σίγουρα θαυμαστής του».

Το 1994 ο Moore συνεργάστηκε με τους Ginger Baker και Jack Bruce στο συγκρότημα BBM, με τους οποίους κυκλοφόρησε κι ένα εξαιρετικό άλμπουμ, πριν συνεχίσει με τη σόλο καριέρα του.

Με το άλμπουμ «Back to the Blues» (2001), ο Moore επέστρεψε, πραγματικά, στα νερά της blues με ανανεωμένη πίστη και δύναμη, μετά τα πιο πειραματικά άλμπουμ «Dark Days in Paradise» (1997) και «A Different Beat» (1999). Μια συλλογή δέκα τραγουδιών που συνδυάζει υπέροχα πρωτότυπα τραγούδια του Moore με τολμηρές διασκευές κλασικών κομματιών.

Ωστόσο, έχοντας συνηθίσει τους θαυμαστές του και τους κριτικούς σε εκπλήξεις, το 2002 ο Gary Moore «επιτέθηκε» στη μουσική σκηνή με την πιο απαιτητική συλλογή τραγουδιών του από την εποχή του ’80, αναγκάζοντας, για άλλη μια φορά, το κοινό να επανεκτιμήσει όποια γνώμη ή προδιάθεση μπορεί να είχε σχηματίσει για το πρόσωπό του. Αυτή τη φορά, ο Moore είχε αποφασίσει να μοιραστεί τα φώτα των προβολέων, ενώνοντας τις δυνάμεις του με τον μπασίστα των Skunk Anansie, Cass Lewis, και τον ντράμερ των Primal Scream, Darrin Mooney, σχηματίζοντας τους Scars, ένα εκρηκτικό τρίο. Το άλμπουμ «Scars» ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2002 και στη συνέχεια το συγκρότημα κυκλοφόρησε σε CD και DVD το «Live at the Monsters of Rock» (2003), το οποίο περιλάμβανε το σετ της μπάντας από δύο συναυλίες της περιοδείας της Μεγάλης Βρετανίας τον Μάιο 2003. Αυτή η ζωντανή ηχογράφηση διατρέχει μια μεγάλη γκάμα όλων των μουσικών τάσεων και της πορείας του Moore.

Το 2004 κυκλοφόρησε το «Power of the Blues», μάλλον το πιο «ακατέργαστο» άλμπουμ του Moore. Τα δέκα τραγούδια, που ηχογραφήθηκαν ως επί το πλείστον ζωντανά στο στούντιο, κινούνται από το σκληρό rock/blues του ομότιτλου κομματιού, μέσω του ρυθμικού «Can’t Find my Baby», ως το στοιχειωτικό «Torn Inside».

Τον Αύγουστο του 2005, ο Moore ξανασυναντήθηκε με τους παλιούς του φίλους, τους Thin Lizzy, για μία και μοναδική συναυλία στο Δουβλίνο. Η βραδιά μαγνητοσκοπήθηκε και κυκλοφόρησε το 2006 σε DVD, με τον τίτλο «Gary Moore and Friends, One Night in Dublin, A Tribute to Phil Lynott».
Το 2006, ο Moore μπήκε ξανά στο στούντιο και ηχογράφησε το «Old New Ballads Blues», το οποίο φιλοξενούσε μια σειρά από γεμάτες έμπνευση διασκευές τραγουδιών blues, μαζί με εκπληκτικά καινούρια κομμάτια.

Με το τελευταίο του άλμπουμ, «Close as you Get», ο Gary συνεχίζει προς μια παρόμοια κατεύθυνση. Αναμειγνύει πρωτότυπες μελωδίες με ενδιαφέρουσες διασκευές που ανακάλυψε διερευνώντας το υλικό για την πρόσφατη ραδιοφωνική εκπομπή του, με τον τίτλο «Blues Power», στον βρετανικό διαδικτυακό ραδιοσταθμό Planet Rock. Το «Close as you Get» αναδεικνύει το μοναδικό ταλέντο του Moore ως κιθαρίστα και κερδίζει μια θέση στις πιο αναγνωρισμένες κυκλοφορίες του 2007.
Το 2008, ο Gary περιοδεύει στον κόσμο, παρουσιάζοντας το «Close as you Get». Δίνει συναυλίες σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και συμμετέχει σε μουσικά φεστιβάλ στη Γερμανία, τη Ρωσία και τις χώρες της Βαλτικής, την Ελβετία, τη Σουηδία, την Ισπανία και τη Μεγάλη Βρετανία.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Greek Music