Tο ραδιόφωνο μας με την καλύτερη μουσική από τον Ελληνικό και διεθνή χώρο προσφέρει ένα μοναδικό πρόγραμμα ποιοτικής μουσικής, επιλεγμένο με μεράκι και αγάπη για τους καλούς φίλους του ραδιοφώνου και της μουσικής γενικότερα! Το πρόγραμμα μεταδίδεται μέσα από την ιστοσελίδα μας, δίνοντας την δυνατότητα σε όλους, από κάθε γωνιά του πλανήτη να έχουν πρόσβαση σ'αυτό. Eίναι ένας μη κερδοσκοπικός σταθμός μουσικής αναζήτησης που εκπέμπει ζωντανά, με βασικά κριτήρια την ποιότητα, τον ποιητικό στίχο και την προσεγμένη ροή με στόχο την προσπάθεια για τη δημιουργία ενός μαγικού ατμοσφαιρικού ακουστικού περιβάλλοντος που θα αγκαλιάζει και θα ταξιδεύει τον ακροατή .

BRUCE SPRINGSTEEN

Μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της rock, ο Bruce Springsteen ποτέ δε σταμάτησε να αφουγκράζεται τους προβληματισμούς και να “πιάνει” τον σφυγμό της αμερικανικής κοινωνίας. Τραγούδησε τις αγωνίες της αμερικανικής εργατικής τάξης στο ξεκίνημα της καριέρας του στη δεκαετία του ’70, εξέφρασε τους προβληματισμούς του για τα αδιέξοδα κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Ronald Reagan στις αρχές της δεκαετίας του ’80, στήριξε τον Barack Obama στα τέλη του 2008.

Ως μουσικός, πήρε το… χρίσμα του “σωτήρα της rock” από εκείνους που στο πρόσωπό του έβλεπαν ένα φαινόμενο που συνδύαζε το μπρίο του rock του ’50 με τη στοχαστικότητα του ’60, στην εποχή του ’70. Η ώθηση που του έδωσε ο δίσκος “Born to Run” (1975) τον βοήθησε να γεμίζει μεγάλα στάδια στις συναυλίες του και σχεδόν μια δεκαετία αργότερα, το “Born in the USA” (1984) τον ανέδειξε σε σταρ πρώτου μεγέθους. Με την ωριμότητα ενός δοκιμασμένου δημιουργού, ο “The Boss” (το προσωνύμιο λέγεται ότι απέκτησε επειδή ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή των χρημάτων στις συναυλίες στα πολύ πρώιμα βήματα της καριέρας του με αυτούς που αργότερα σχημάτισαν την E Street Band) δεν παύει να αυξάνει τους πιστούς οπαδούς του σε κάθε δισκογραφικό βήμα του.
Γιος ενός οδηγού λεωφορείου και μιας γραμματέως, ο Ιρλανδοϊταλικής καταγωγής Bruce Springsteen γεννήθηκε στις 23 Απριλίου του 1949 και μεγάλωσε στο Freehold του New Jersey.
Σε ηλικία 13 ετών ξεκίνησε να παίζει κιθάρα σε διάφορα τοπικά γκρουπ, με έμφαση στο garage rock. Τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία έγιναν όταν στις αρχές του 1972 υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia. Περίπου έναν χρόνο αργότερα,τον Ιανουάριο του 1973, κυκλοφόρησε το “Greetings from Asbury Park, NJ” , μέρος όπου σύχναζε σαν έφηβος. Το άλμπουμ πούλησε μόλις 25.000 αντίτυπα, με ορισμένες κριτικές να αποτολμούν να κάνουν λόγο για έναν “νέο Dylan”, ίσως λόγω των “πυκνογραμμένων“ στίχων και του μάλλον “ακουστικού” συνολικά αποτελέσματος στην πρώτη προσπάθεια του Springsteen. Παρόμοια τύχη είχε και ο δεύτερος δίσκος του, “The Wild, The Innocent and the E Street Shuffle” (Σεπτέμβριος 1973). Από τότε μέχρι σήμερα, και τα δύο άλμπουμ έχουν γίνει πλατινένια.
Στη συνέχεια, ο Springsteen αποφάσισε να δώσει βάρος στη σκηνική του παρουσία και την περίφημη E Street Band, που με μικροαλλαγές στη σύνθεση, περιόδευσε τις ΗΠΑ αποτελούμενη από τον σαξοφωνίστα Clarence Clemons, τον κιθαρίστα “Miami” Steve Van Zandt, τον κιμπορντίστα Danny Federici, τον πιανίστα Roy Bittan, τον μπασίστα Garry Tallent και τον ντράμερ Max Weinberg. Οι προσεγμένοι φωτισμοί και ο ήχος, οι καλοδουλεμένες, αυτοσχέδιες ιστορίες που χρησιμοποιούσε σαν εισαγωγή στα τραγούδια του με τη βοήθεια των μελών της μπάντας και η γενικότερη δραματοποιημένη παρουσίαση των κομματιών, συνετέλεσαν στον σχηματισμό ενός ρεύματος ένθερμων υποστηρικτών. Εντυπωσιασμένος έπειτα από ένα τέτοιο live την άνοιξη του 1974 στη Μασσαχουσέτη, ο κριτικός Jon Landau έγραψε στη Real Paper:

“Είδα το μέλλον του ροκ εν ρολ και το όνομά του είναι Bruce Springsteen”.
Τη φράση χρησιμοποίησε η Columbia για να προωθήσει το νέο φαινόμενο, που –ευτυχώς για εκείνη- ανήκε στο δυναμικό της. Οι διθυραμβικές κριτικές άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη, προετοιμάζοντας το έδαφος για το πρώτο βήμα προς την ευρύτερη αναγνωρισιμότητα. Το “Born to Run” , τον Αύγουστο του 1975,έφτασε στο Νο 3 του Billboard και μπήκε στο βρετανικό Top 10, ενώ το ομώνυμο τραγούδι ανέβηκε στο Νο 23 του Billboard και μπήκε στο αγγλικό Τop 40. Το “δύσκολο τρίτο άλμπουμ” ήταν η πρώτη φωτεινή στιγμή για τον Springsteen και την E Street Band, που σύντομα ξεκίνησαν περιοδεία στην Αμερική, εν μέσω ταυτόχρονων εξωφύλλων σε μεγάλα περιοδικά, όπως το Time και το Newsweek.
Δικαστικές διαμάχες με τον πρώην μάνατζέρ του, Mike Appel, κράτησαν τον Springsteen εκτός στούντιο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Το διάστημα αποδείχθηκε κρίσιμο, καθώς με την επανεμφάνισή του με το “Darkness On The Edge Of Town”,Ιούνιος 1978, “νέο αίμα” στο μουσικό στερέωμα αποτελούσαν η punk και το new wave, με αποτέλεσμα το είδος που εκπροσωπούσε εκείνος να έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο. Το άλμπουμ αυτό αντικατόπτριζε τη δύσκολη, συναισθηματικά, περίοδο από την οποία έβγαινε, ενώ παράλληλα, τραγουδούσε για τα προβλήματα της εργατικής τάξης και τις ελπίδες που κάνουν τους συμπατριώτες του να συνεχίζουν, σε κομμάτια όπως το ομώνυμο ,ε το άλμπουμ, και στα “Promised Land”, “Badlands”, “Adam Raised a Caine”. Ο δίσκος γνώρισε σχετική επιτυχία, χωρίς να κατορθώσει να φθάσει εκείνη του “Born to Run”.
Με το “Born in the USA” τον Ιούνιο του 1984, ο Springsteen εκτοξεύτηκε στo No 1. Όποιος δεν τον ήξερε μέχρι τότε, τον έμαθε. Επτά σινγκλ –“Dancing in the Dark” (No 2, 1984. Κέρδισε Grammy, ενώ το βιντεοκλίπ έχει σκηνοθετήσει ο Brian De Palma), “Cover Me” (No 7, 1984), “Born in the USA” (No 9, 1984), “I’m on Fire” (No 6, 1985), “Glory Days” (No 5, 1985), “I’m Goin’ Down” (No 9, 1985) και “My Hometown” (No 6, 1985)- κράτησαν το άλμπουμ στο αμερικανικό Top 10 και εκείνον σε παγκόσμια περιοδεία για περισσότερο από δύο χρόνια.
Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος εξερευνούσε τη σκοτεινή πλευρά του “αμερικανικού ονείρου” σε ένα άλμπουμ με εξώφυλλο την αμερικανική σημαία, πολλοί φαν, σε συνδυασμό με τον ξεσηκωτικό ρυθμό του ομώνυμου κομματιού, προέβαλλαν σε αυτό τα πατριωτικά τους συναισθήματα, αν και το τραγούδι μιλά για τα αδιέξοδα ενός βετεράνου του πολέμου στο Βιετνάμ. Η προσπάθεια του Ρέιγκαν να αντιστρέψει τη σημειολογία του μηνύματος “Born in the USA” χρησιμοποιώντας το στην προεκλογική του εκστρατεία το 1984, συνάντησε… τοίχο, αφού ο Springsteen αντέδρασε, παρουσιάζοντας στις συναυλίες του το έργο εργατικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών ακτιβιστών. Παράλληλα, το 1985, συμμετείχε στην κίνηση USA for Africa και το κομμάτι “We Are the World”.
Ακολούθησε το πιο εσωστρεφές “Tunnel of Love”,τον Οκτώβριο του 1987, που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο προσωπικά κομμάτια του Springsteen, συμπεριλαμβανομένων των “Tunnel of Love” (No 9, 1987, κέρδισε βραβείο Grammy), “Brilliant Disguise” (No 5, 1987), “One Step Up” (No 13, 1988).
Εκείνη την περίοδο διέλυσε δύο σχέσεις: αφενός χώρισε από την πρώτη σύζυγό του, το μοντέλο και ηθοποιό Julianne Phillips και παντρεύτηκε την τραγουδίστρια Patti Scialfa που είχε γίνει μέλος της E Street Band, με την οποία και έχουν τρία παιδιά, τον Evan James, τη Jessica Rae και τον Sam Ryan. Αφετέρου, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια, διέλυσε την E Street Band τον Νοέμβριο του 1989. Κατόπιν, μεσολάβησε μια πενταετία έως ότου παρουσιάσει νέα δισκογραφική δουλειά.
Τον Μάρτιο του 1992 κυκλοφόρησε ταυτοχρόνως τα άλμπουμ “Human Touch” (No 2, 1992) και “Lucky Town” (No 3, 1992), τα οποία, ωστόσο, δεν έγιναν πλατινένια. Επίσης, ηχογράφησε ένα MTV Unplugged (1993) που κυκλοφόρησε στην Ευρώπη. Ήταν η χρονιά του “Streets of Philadelphia”, που ηχογράφησε για το ομώνυμο φιλμ του Jonathan Demme, στο οποίο ο Tom Hanks κέρδισε Όσκαρ για τον ρόλο ενός ομοφυλόφιλου δικηγόρου που απολύεται από την εταιρεία όπου δούλευε μόλις μαθεύεται ότι πάσχει από AIDS. Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού κέρδισε και το κομμάτι, (Νο 9, 1994), που σάρωσε τα βραβεία Grammy.
Τον Φεβρουάριο του 1995 κυκλοφόρησε τα Greatest Hits που ανέβηκαν κατευθείαν στο Νο 1 και ξαναμάζεψε την E Street Band για μερικές νέες ηχογραφήσεις. Ακολούθησε το “The Ghost of Tom Joad”, τον Νοέμβριο του 1995, που αναφέρεται στον ήρωα του βιβλίου του John Steinbeck, “Τα σταφύλια της οργής”. Τραγούδι για τον Tom Joad είχε γράψει και ο σπουδαίος στις ΗΠΑ folk τραγουδιστής, Woody Guthrie (14/7/1912 – 3/10/1967), επιρροές από τον οποίο έχει ο Springsteen, όπως και ο Bob Dylan. Το άλμπουμ, που μιλά για τα προβλήματα κοινωνικών και ταξικών διακρίσεων στην Αμερική των τελών του 20ού αιώνα, κέρδισε Grammy Καλύτερου Σύγχρονου Φολκ Δίσκου. Κατόπιν, ο Springsteen ξεκίνησε σόλο περιοδεία και τον Νοέμβριο του 1998 μπήκε στο Rock ‘n’ Roll Hall of Fame.
Το 1999 ξανασυνάντησε την E Street Band για μια περιοδεία που διήρκεσε έως τα μέσα του 2000 και τον Ιούλιο του 2002 κυκλοφόρησαν το “The Rising”. Ο επόμενος δίσκος ήταν το “Devils and Dust” (2005) που έκανε είσοδο κατευθείαν στο αμερικανικό Νο 1 και το 2006 κυκλοφόρησε το “We Shall Overcome: The Seeger Sessions”, φόρο τιμής στον Pete Seeger (3/5/1919), έτερο μεγάλο όνομα της αμερικανικής folk.
Ακολούθησε το “Live In Dublin” ,το 2007, με ηχογραφήσεις από τις συναυλίες που έδωσε για το Seeger Sessions και το φθινόπωρο του 2007 κυκλοφόρησε το “Magic” με την Ε Street Band. Ξεκίνησαν νέα περιοδεία, στη διάρκεια της οποίας ο κιμπορντίστας Danny Federici πέθανε από καρκίνο. Στην οικογένεια της E Street Band, ωστόσο, τη θέση του πήρε ο γιος του, Jason. Η περιοδεία ολοκληρώθηκε στα τέλη του 2008, όταν ο Springsteen ξεκίνησε να δίνει συναυλίες υποστηρίζοντας τον υποψήφιο με τους Δημοκρατικούς γερουσιαστή Barack Obama, και παρουσιάζοντας τον Νοέμβριο του 2008 μέρος του υλικού από το νέο άλμπουμ του, “Working on a Dream”. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στις 27 Ιανουαρίου του 2009.
Αυτό τ’οποίο θα καθορίσει τη θέση του Springsteen στην ιστορία του Rock’n’Roll, όταν ξεχαστούν οι συναυλίες στα μεγάλα στάδια,θα είναι τα τραγούδια τα οποία έγραψε κι ένας δίσκος σταθμός,στον κατάλογο της δισκογραφίας του,θα είναι το Nebraska.
Σ’αυτό το δίσκο είναι βαθειά συναισθηματικός,σε σχέση με τις ρίζες του,πιό παραδοσιακός και πιό μυστηριώδης.Τα σημάδια είχαν φανεί απ’το The River,που μπορεί να χαρακτηριστεί ο προπομπός του Nebraska.
Κομμάτια όπως το Stolen Car ή το Wreck on the Highway και το Independence Day,έδειξαν τον Springsteen,μέσα από Folk και Hillbilly δρόμους,να κοιτάζει μέσα του, επιρρεασμένος απ’τον Hank Williams τον Jimmy Rodgers και τον Woody Guthrie.
Η απλότητα του Nebraska και η διάθεση του Springsteen ν’αποκαλύψει τόσα γιά τον εαυτό του,έκανε θαύματα.Τα τραγούδια ακούγονται «αληθινά» και ο ίδιος δείχνει πως μπορεί να «μιλήσει» στο κοινό του,χωρίς τη βοήθεια της ορχήστρας.

Όπως είπε και ο Johnny Cash :

«Είναι ωραίο να βλέπεις κάποιον σα τον Bruce να παίρνει μιά ακουστική κιθάρα και να δείχνει αυτό που έχει στο κοινό του».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

Greek Music